γίγαντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γίγαντας
& γίγας
οι γίγαντες
      γενική του γίγαντα των γιγάντων
    αιτιατική τον γίγαντα τους γίγαντες
     κλητική γίγαντα
& γίγα
γίγαντες
Διπλόμορφο: και γίγας.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γίγαντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γίγαντας < αρχαία ελληνική Γίγας από την αιτιατική σε -αντα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.ɣan.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γίγαντας

Ουσιαστικό

γίγαντας αρσενικό (θηλυκό γιγάντισσα)

  1. (λαογραφία) μυθικό ον που συναντάται σε πολλές από τις μυθολογίες του κόσμου· ανθρωπόμορφος αλλά με ύψος και δύναμη πολλές φορές μεγαλύτερα από του κανονικού ανθρώπου
  2. άνθρωπος με ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο
    κάτω από το καλάθι την άμυνα έβγαζε ένας γίγαντας των 2.10
     συνώνυμα: γιγαντόσωμος, μεγαλόσωμος, ψηλόσωμος, υψηλόσωμος, τεράστιος
     αντώνυμα: νάνος
  3. (μεταφορικά) που θεωρείται σημαντική μορφή στον τομέα του
    ο Σοπενάουερ είναι ένας από τους γίγαντες της γερμανικής φιλοσοφίας
  4. (προσφώνηση λαϊκότροπο) φιλική προσφώνηση
    πού 'σαι, ρε γίγαντα!, έλα, ρε γίγαντα!
  5. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη  γίγαντες) ποικιλία φασολιών

Εκφράσεις

  • γίγαντας με πήλινα πόδια

Συγγενικά

Σύνθετα

  • γιγαντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γιγαντο- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.