γιγαντιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιγαντιαίος | η | γιγαντιαία | το | γιγαντιαίο |
| γενική | του | γιγαντιαίου | της | γιγαντιαίας | του | γιγαντιαίου |
| αιτιατική | τον | γιγαντιαίο | τη | γιγαντιαία | το | γιγαντιαίο |
| κλητική | γιγαντιαίε | γιγαντιαία | γιγαντιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιγαντιαίοι | οι | γιγαντιαίες | τα | γιγαντιαία |
| γενική | των | γιγαντιαίων | των | γιγαντιαίων | των | γιγαντιαίων |
| αιτιατική | τους | γιγαντιαίους | τις | γιγαντιαίες | τα | γιγαντιαία |
| κλητική | γιγαντιαίοι | γιγαντιαίες | γιγαντιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γιγαντιαίος < (ελληνιστική κοινή) γιγαντιαῖος < αρχαία ελληνική γιγάντιος ή γίγας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.ɣan.diˈe.os/
Επίθετο
γιγαντιαίος, -α, -ο
- μεγάλων διαστάσεων, κυριολεκτικά ή με τη μεταφορική έννοια, αυτός που θυμίζει, ταιριάζει, αρμόζει σε Γίγαντα, πελώριος, τεράστιος
- γήπεδο αχανές, γιγαντιαίων διαστάσεων
- χρειάστηκε να καταβληθεί μια προσπάθεια γιγαντιαίων διαστάσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.