γιγαντοαφίσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γιγαντοαφίσα | οι | γιγαντοαφίσες |
| γενική | της | γιγαντοαφίσας | των | γιγαντοαφισών |
| αιτιατική | τη | γιγαντοαφίσα | τις | γιγαντοαφίσες |
| κλητική | γιγαντοαφίσα | γιγαντοαφίσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιγαντοαφίσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γιγαντοαφίσα θηλυκό
- αφίσα μεγάλων διαστάσεων που στήνεται πάνω σε κτήρια ή μεγάλες εξέδρες, έτσι ώστε να φαίνεται και να μπορεί να διαβαστεί από μακριά
Μεταφράσεις
γιγαντοαφίσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.