ανθρωπόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωπόμορφος η ανθρωπόμορφη το ανθρωπόμορφο
      γενική του ανθρωπόμορφου της ανθρωπόμορφης του ανθρωπόμορφου
    αιτιατική τον ανθρωπόμορφο την ανθρωπόμορφη το ανθρωπόμορφο
     κλητική ανθρωπόμορφε ανθρωπόμορφη ανθρωπόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωπόμορφοι οι ανθρωπόμορφες τα ανθρωπόμορφα
      γενική των ανθρωπόμορφων των ανθρωπόμορφων των ανθρωπόμορφων
    αιτιατική τους ανθρωπόμορφους τις ανθρωπόμορφες τα ανθρωπόμορφα
     κλητική ανθρωπόμορφοι ανθρωπόμορφες ανθρωπόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρωπόμορφος < αρχαία ελληνική ἀνθρωπόμορφος < ἄνθρωπος + μορφή

Επίθετο

ανθρωπόμορφος, η , ο

  • που έχει τη μορφή ανθρώπου
    ανθρωπόμορφο τέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.