γίγας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γίγας < αρχαία ελληνική Γίγας  και δείτε τη λέξη γίγα-

Ουσιαστικό

γίγας αρσενικό

  1. (λόγιο) γίγαντας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πολύ μεγάλος
    γαριδάκια σε συσκευασία γίγας

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

γίγας αρσενικό

  1. (με κεφαλαίο αρχικό)  δείτε τη λέξη Γίγας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πανίσχυρος
    χρειάζεται παράθεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.