γιγάντισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γιγάντισσα | οι | γιγάντισσες |
| γενική | της | γιγάντισσας | των | γιγαντισσών |
| αιτιατική | τη | γιγάντισσα | τις | γιγάντισσες |
| κλητική | γιγάντισσα | γιγάντισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.