γιγαντόσωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιγαντόσωμος η γιγαντόσωμη το γιγαντόσωμο
      γενική του γιγαντόσωμου της γιγαντόσωμης του γιγαντόσωμου
    αιτιατική τον γιγαντόσωμο τη γιγαντόσωμη το γιγαντόσωμο
     κλητική γιγαντόσωμε γιγαντόσωμη γιγαντόσωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιγαντόσωμοι οι γιγαντόσωμες τα γιγαντόσωμα
      γενική των γιγαντόσωμων των γιγαντόσωμων των γιγαντόσωμων
    αιτιατική τους γιγαντόσωμους τις γιγαντόσωμες τα γιγαντόσωμα
     κλητική γιγαντόσωμοι γιγαντόσωμες γιγαντόσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γιγαντόσωμος < γίγαντ(ας) + -ό- + -σωμος (< σώμα)

Επίθετο

γιγαντόσωμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.