βορράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βορράς | οι | βορράδες |
| γενική | του | βορρά | των | βορράδων |
| αιτιατική | τον | βορρά | τους | βορράδες |
| κλητική | βορρά | βορράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βορράς < αρχαία ελληνική Bορρᾶς
Ουσιαστικό
βορράς αρσενικό
- ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται αριστερά μας όταν αντικρίζουμε την ανατολή
- το τμήμα μιας χώρας ή περιοχής που βρίσκεται προς αυτό το σημείο του ορίζοντα
- οι χώρες που βρίσκονται σχετικά κοντά στο Βόρειο Πόλο
Μεταφράσεις
βορράς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.