βορράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βορράς οι βορράδες
      γενική του βορρά των βορράδων
    αιτιατική τον βορρά τους βορράδες
     κλητική βορρά βορράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βορράς < αρχαία ελληνική Bορρᾶς

Ουσιαστικό

βορράς αρσενικό

  1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται αριστερά μας όταν αντικρίζουμε την ανατολή
  2. το τμήμα μιας χώρας ή περιοχής που βρίσκεται προς αυτό το σημείο του ορίζοντα
  3. οι χώρες που βρίσκονται σχετικά κοντά στο Βόρειο Πόλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.