βόρεια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βόρεια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βόρειος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βόρειος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.