βορειο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βορειο- < βόρει(ος) + -ο-, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική north όπως σε όρους όπως northeast[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.ɾi.o/

Πρόθημα

βορειο-
α΄ συνθετικό επιθέτων που δηλώνει τη σημασία βόρειος

  1. (σε παρατακτικά σύνθετα) δηλώνει το σημείο του ορίζοντα
    βορειοδυτικός, βορειοανατολικός
  2. (σε προσδιοριστικά σύνθετα)
    βορειοευρωπαϊκός

Αντώνυμα

Σύνθετα

Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βορειο- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.