βολτούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βολτούλα | οι | βολτούλες |
| γενική | της | βολτούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βολτούλα | τις | βολτούλες |
| κλητική | βολτούλα | βολτούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βολτούλα < βόλτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
βολτούλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.