volvo
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- volvo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈwol.wo/ & /ˈwɔɫ.wɔ/
Κλίση
Γ' συζυγία (volvo, volvi, volutum, volvere)
|
Πηγές
- volvo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.