αυλάκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλάκωση οι αυλακώσεις
      γενική της αυλάκωσης* των αυλακώσεων
    αιτιατική την αυλάκωση τις αυλακώσεις
     κλητική αυλάκωση αυλακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυλακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλάκωση < αυλακώνω + -ση

Ουσιαστικό

αυλάκωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυλακώνω, αυλακιά, αυλάκιασμα
  2. ράβδωση με ελικοειδή μορφή μέσα από την κάννη ενός όπλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.