αυλάκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυλάκωση | οι | αυλακώσεις |
| γενική | της | αυλάκωσης* | των | αυλακώσεων |
| αιτιατική | την | αυλάκωση | τις | αυλακώσεις |
| κλητική | αυλάκωση | αυλακώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυλακώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αυλάκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυλακώνω, αυλακιά, αυλάκιασμα
- ράβδωση με ελικοειδή μορφή μέσα από την κάννη ενός όπλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.