βουλευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | θηλυκό | ||||
| ονομαστική | ο/η | βουλευτής | οι | βουλευτές & βουλευτάδες4 |
οι | βουλευτές |
| γενική | του του/της |
βουλευτή1 βουλευτού2 |
των | βουλευτών & βουλευτάδων |
των | βουλευτών |
| αιτιατική | τον/τη | βουλευτή | τους | βουλευτές & βουλευτάδες |
τις | βουλευτές |
| κλητική | βουλευτή βουλευτά3 |
βουλευτές & βουλευτάδες |
βουλευτές | |||
| 1. Μόνο για το αρσενικό. 2. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ού, σε -ή, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «βουλευτής». 3. Κλητική σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος. 4. Λαϊκότροπος ή ειρωνικός δεύτερος πληθυντικός για το αρσενικό. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βουλευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- βουλευτής < αρχαία ελληνική βουλευτής < βουλεύω < βουλή
Ουσιαστικό
βουλευτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και βουλευτίνα ή βουλεύτρια)
- (πολιτική, επάγγελμα) μέλος του κοινοβουλίου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουλεύομαι
Μεταφράσεις
βουλευτής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βουλευτής | οἱ | βουλευταί |
| γενική | τοῦ | βουλευτοῦ | τῶν | βουλευτῶν |
| δοτική | τῷ | βουλευτῇ | τοῖς | βουλευταῖς |
| αιτιατική | τὸν | βουλευτήν | τοὺς | βουλευτᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | βουλευτᾰ́ | βουλευταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουλευτᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βουλευταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουλευτής < βουλεύω
Ουσιαστικό
βουλευτής, -οῦ αρσενικό
- μέλος της Βουλής
- (στην Αθήνα) ένας από τους πεντακοσίους βουλευτές της Βουλής των Πεντακοσίων
Πηγές
- βουλευτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουλευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.