βουλευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουλευτικός | η | βουλευτική | το | βουλευτικό |
| γενική | του | βουλευτικού | της | βουλευτικής | του | βουλευτικού |
| αιτιατική | τον | βουλευτικό | τη | βουλευτική | το | βουλευτικό |
| κλητική | βουλευτικέ | βουλευτική | βουλευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουλευτικοί | οι | βουλευτικές | τα | βουλευτικά |
| γενική | των | βουλευτικών | των | βουλευτικών | των | βουλευτικών |
| αιτιατική | τους | βουλευτικούς | τις | βουλευτικές | τα | βουλευτικά |
| κλητική | βουλευτικοί | βουλευτικές | βουλευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουλευτικός < αρχαία ελληνική βουλευτής + -ικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βουλευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.