βούλομαι

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

βούλομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βούλομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βούλομαι

  1. θέλω, επιθυμώ
  2. προτιμώ

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βουλ- 
  • ἀβουλεί
  • ἀβουλέω
  • ἀβούλητος
  • ἀβουλία
  • ἄβουλος
  • αἰολόβουλος
  • ἀκριτόβουλος
  • ἀμφίβουλος
  • ἀπροβουλία
  • ἀπρόβουλος
  • ἀριστόβουλος
  • ἀρκεσίβουλος
  • ἀρχεπρόβουλος
  • ἀρχιβουλευτής
  • ἀρχίβουλος
  • ἀρχιπρόβουλος
  • αὐτεπιβούλευτος
  • αὐτεπίβουλος
  • αὐτοβούλησις
  • αὐτοβουλήτως
  • αὐτόβουλος
  • βαθύβουλος
  • βουλαῖος
  • βουλαρχέω
  • βουλαρχία
  • βούλευμα
  • βουλεύω
  • βουλή & σύνθετα
  • βουλήεις
  • βουληφόρος
  • βουληγορέω
  • βουληγορία
  • βουληγόρος
  • βούλημα
  • βουλημάτιον
  • βούλησις
  • βουλητέος
  • βουλητός
  • βουληφόρος
  • βουληφόρως
  • ἐπιβουλή
  • προβουλή
  • προβούλη
  • προεπιβουλή
  • συμβουλή
  • συμβούλησις
  •  δείτε και τη λέξη βάλλω

Κλίση

λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.