βουλευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουλευτήριο | τα | βουλευτήρια |
| γενική | του | βουλευτηρίου & βουλευτήριου |
των | βουλευτηρίων |
| αιτιατική | το | βουλευτήριο | τα | βουλευτήρια |
| κλητική | βουλευτήριο | βουλευτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουλευτήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλευτήριον
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.leˈfti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λευ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
βουλευτήριο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.