προβούλευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
      γενική του προβουλεύματος των προβουλευμάτων
    αιτιατική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
     κλητική προβούλευμα προβουλεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβούλευμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προβούλευμα ουδέτερο

  • (νομικός όρος) πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει τη μήνυση όταν τη θεωρεί αβάσιμη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.