βλαπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλαπτικός | η | βλαπτική | το | βλαπτικό |
| γενική | του | βλαπτικού | της | βλαπτικής | του | βλαπτικού |
| αιτιατική | τον | βλαπτικό | τη | βλαπτική | το | βλαπτικό |
| κλητική | βλαπτικέ | βλαπτική | βλαπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλαπτικοί | οι | βλαπτικές | τα | βλαπτικά |
| γενική | των | βλαπτικών | των | βλαπτικών | των | βλαπτικών |
| αιτιατική | τους | βλαπτικούς | τις | βλαπτικές | τα | βλαπτικά |
| κλητική | βλαπτικοί | βλαπτικές | βλαπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλαπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλαπτικός
Επίθετο
βλαπτικός, -ή, -ό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βλαπτικός | ἡ | βλαπτική | τὸ | βλαπτικόν |
| γενική | τοῦ | βλαπτικοῦ | τῆς | βλαπτικῆς | τοῦ | βλαπτικοῦ |
| δοτική | τῷ | βλαπτικῷ | τῇ | βλαπτικῇ | τῷ | βλαπτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | βλαπτικόν | τὴν | βλαπτικήν | τὸ | βλαπτικόν |
| κλητική ὦ! | βλαπτικέ | βλαπτική | βλαπτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βλαπτικοί | αἱ | βλαπτικαί | τὰ | βλαπτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | βλαπτικῶν | τῶν | βλαπτικῶν | τῶν | βλαπτικῶν |
| δοτική | τοῖς | βλαπτικοῖς | ταῖς | βλαπτικαῖς | τοῖς | βλαπτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βλαπτικούς | τὰς | βλαπτικᾱ́ς | τὰ | βλαπτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βλαπτικοί | βλαπτικαί | βλαπτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλαπτικώ | τὼ | βλαπτικᾱ́ | τὼ | βλαπτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βλαπτικοῖν | τοῖν | βλαπτικαῖν | τοῖν | βλαπτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλαπτικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βλάπτ(ω) + -ικός
Παράγωγα
- βλαπτικῶς (επίρρημα)
Πηγές
- βλαπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.