βλάπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βλάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλάπτω

Ρήμα

βλάπτω, αόρ.: έβλαψα, παθ.φωνή: βλάπτομαι, π.αόρ.: βλάφτηκα, μτχ.π.π.: βλαμμένος

  1. προκαλώ σωματική ή ψυχολογική ζημιά σε κάποιον
    Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η τηλεόραση βλάπτει τα μικρά παιδιά, αυξάνοντας την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα συγκέντρωσης.
  2. αλλάζω προς το χειρότερο την κατάσταση κάποιου πράγματος
    το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία
  3. προξενώ κακό, αδικώ κάποιον

  1. βλάφτω
  2. (απρόσωπο)  δείτε και τη λέξη βλάφτει στην έκφραση δε βλάφτει

Συγγενικά

θέμα βλαπ-

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλάπτω < *βλαπ-jω < θέμα βλαπ- που συυνδέεται και με το θέμα βλαβ- όπως στο βλάβη
< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel. Κατ' άλλη άποψη ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

βλάπτω

  1. (στον Όμηρο) παρεμποδίζω, κόβω το δρόμο
  2. κάνω κάτι ή κάποιον ανίκανο και ειδικότερα τα πόδια αλόγου
  3. (μεθομηρικά) καταστρέφω, φθείρω,  δείτε το νεοελληνικό βλάπτω

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.