βλαβερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλαβερός | η | βλαβερή | το | βλαβερό |
| γενική | του | βλαβερού | της | βλαβερής | του | βλαβερού |
| αιτιατική | τον | βλαβερό | τη | βλαβερή | το | βλαβερό |
| κλητική | βλαβερέ | βλαβερή | βλαβερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλαβεροί | οι | βλαβερές | τα | βλαβερά |
| γενική | των | βλαβερών | των | βλαβερών | των | βλαβερών |
| αιτιατική | τους | βλαβερούς | τις | βλαβερές | τα | βλαβερά |
| κλητική | βλαβεροί | βλαβερές | βλαβερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλαβερός < αρχαία ελληνική βλαβερός < βλάβη + -ερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vla.veˈɾos/
Επίθετο
βλαβερός -ή -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.