βλαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλαμμένος | η | βλαμμένη | το | βλαμμένο |
| γενική | του | βλαμμένου | της | βλαμμένης | του | βλαμμένου |
| αιτιατική | τον | βλαμμένο | τη | βλαμμένη | το | βλαμμένο |
| κλητική | βλαμμένε | βλαμμένη | βλαμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλαμμένοι | οι | βλαμμένες | τα | βλαμμένα |
| γενική | των | βλαμμένων | των | βλαμμένων | των | βλαμμένων |
| αιτιατική | τους | βλαμμένους | τις | βλαμμένες | τα | βλαμμένα |
| κλητική | βλαμμένοι | βλαμμένες | βλαμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλαμμένος < μεσαιωνική ελληνική βλαμμένος < αρχαία ελληνική βεβλαμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βλάπτω
Μετοχή
βλαμμένος, -η, -ο
- που δεν δουλεύει καλά το μυαλό του ή έχει ψυχική ανισορροπία
- (λόγιο) που έχει υποστεί βλάβη
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βλάπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.