καθυστερημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθυστερημένος | η | καθυστερημένη | το | καθυστερημένο |
| γενική | του | καθυστερημένου | της | καθυστερημένης | του | καθυστερημένου |
| αιτιατική | τον | καθυστερημένο | την | καθυστερημένη | το | καθυστερημένο |
| κλητική | καθυστερημένε | καθυστερημένη | καθυστερημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθυστερημένοι | οι | καθυστερημένες | τα | καθυστερημένα |
| γενική | των | καθυστερημένων | των | καθυστερημένων | των | καθυστερημένων |
| αιτιατική | τους | καθυστερημένους | τις | καθυστερημένες | τα | καθυστερημένα |
| κλητική | καθυστερημένοι | καθυστερημένες | καθυστερημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθυστερημένος <
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθυστερώ
- (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retardé
- συνεκδοχικά από την πάθηση
Μετοχή
καθυστερημένος αρσενικό, καθυστερημένη θηλυκό, καθυστερημένο ουδέτερο
- που έρχεται ή γίνεται μετά από την καθορισμένη χρονική στιγμή
- συνάντησα κίνηση κι έφτασα στο ραντεβού καθυστερημένος
- άτομο που πάσχει από διανοητική αναπηρία
- (χυδαία) βλάκας
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.