βαστάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστάω < βαστ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ω με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ- (κατά το σχήμα πεινάω πεινασ- > πεινῶ)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈsta.o/

Ρήμα

βαστάω/βαστώ, πρτ.: βαστούσα/βάσταγα, αόρ.: βάστηξα/βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι, π.αόρ.: βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, μτχ.π.π.: βασταγμένος/βαστηγμένος

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω ψυχικά
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
  4. διαρκώ, κρατάω
      Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • αν του βαστάει : αν τολμάει
  • βάστα καρδιά μου! : κάνε κουράγιο
  • βαστάνε τα κότσια μου
  • βαστάω την αναπνοή μου : κρατάω την αναπνοή μου
  • βαστάω την κοιλιά μου από τα γέλια
  • δε βαστάει η καρδιά μου : δεν αντέχω ψυχικά να κάνω κάτι
  • δε με βαστάνε/βαστούν (τα πόδια μου) : δε με στηρίζουν πια, δεν έχουν πια δύναμη, είναι γερασμένα ή άρρωστα
  • το βαστώ
  •  και δείτε τη λέξη βαστιέμαι

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.