βαστάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστάω < βαστ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ω με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ- (κατά το σχήμα πεινάω πεινασ- > πεινῶ)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈsta.o/
Ρήμα
βαστάω/βαστώ, πρτ.: βαστούσα/βάσταγα, αόρ.: βάστηξα/βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι, π.αόρ.: βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, μτχ.π.π.: βασταγμένος/βαστηγμένος
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- αν του βαστάει : αν τολμάει
- βάστα καρδιά μου! : κάνε κουράγιο
- βαστάνε τα κότσια μου
- βαστάω την αναπνοή μου : κρατάω την αναπνοή μου
- βαστάω την κοιλιά μου από τα γέλια
- δε βαστάει η καρδιά μου : δεν αντέχω ψυχικά να κάνω κάτι
- δε με βαστάνε/βαστούν (τα πόδια μου) : δε με στηρίζουν πια, δεν έχουν πια δύναμη, είναι γερασμένα ή άρρωστα
- το βαστώ
- → και δείτε τη λέξη βαστιέμαι
Συγγενικά
- αβασταγό, βασταγό
- αβάσταγος, αβάσταχτος
- βαστάζω & συγγενικά
- δυσβάστακτα
- δυσβάστακτος, δυσβάστακτος
- οπλοβαστός
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βαστάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.