αβασταγό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβασταγό τα αβασταγά
      γενική του αβασταγού των αβασταγών
    αιτιατική το αβασταγό τα αβασταγά
     κλητική αβασταγό αβασταγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβασταγό < α προτακτικό + βασταγό

Ουσιαστικό

αβασταγό ουδέτερο

  1. το υποζύγιο
  2. το ζώο που το φορτώνουν για μεταφορά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.