οπλοβαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλοβαστός οι οπλοβαστοί
      γενική του οπλοβαστού των οπλοβαστών
    αιτιατική τον οπλοβαστό τους οπλοβαστούς
     κλητική οπλοβαστέ οπλοβαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπλοβαστός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οπλοβαστός αρσενικό

  • αντικείμενο με υποδοχές για την τοποθέτηση όπλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.