βαστάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαστάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | βαστάζω | βαστάζομαι |
| Παρατατικός | ἐβάσταζον | ἐβασταζόμην |
| Μέλλοντας | βαστάσω (μεταγενέστρο βαστάξω) | — & βασταχθήσομαι |
| Αόριστος | ἐβάστασα (μεταγενέστερο ἐβάσταξα) | — & ἐβαστάχθην, ἐβαστάγην |
| Παρακείμενος | βεβάσταγμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- βαστάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
βαστάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Απόγονοι
βαστάζω (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
- βαστάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαστάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.