βαστάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαστάζω

Ρήμα

βαστάζω

  1. σηκώνω κάτι (στους ώμους μου)
  2. (γενικότερα) βαστώ

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βαστάζω   βαστάζομαι 
Παρατατικός  ἐβάσταζον   ἐβασταζόμην 
Μέλλοντας  βαστάσω (μεταγενέστρο βαστάξω)    & βασταχθήσομαι 
Αόριστος  ἐβάστασα (μεταγενέστερο ἐβάσταξα)    & ἐβαστάχθην, ἐβαστάγην 
Παρακείμενος  βεβάσταγμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

βαστάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βαστάζω

  1. φέρω, μεταφέρω, κρατώ, βαστώ
  2. έχω στο μυαλό μου, σκέφτομαι
  3. (ποιητικό) αγγίζω
  4. αντέχω, βαστώ
  5. κλέβω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Απόγονοι

βαστάζω (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: βαστῶ
νέα ελληνικά: βαστώ, βαστάω
νέα ελληνικά: βαστάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.