βαστιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ

Ρήμα

βαστιέμαι

  1. συγκρατούμαι
    περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
  2. βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.