βαστιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ
Ρήμα
βαστιέμαι
- συγκρατούμαι
- περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
- βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.