αἱρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | αἱρῶ | αἱροῦμαι |
| Παρατατικός | ᾕρουν | ᾑρούμην |
| Μέλλοντας | αἱρήσω ελληνιστική ἑλῶ |
αἱρήσομαι, & αἱρεθήσομαι ἑλοῦμαι, σπάνια ᾑρήσομαι |
| Αόριστος | εἷλον ελληνιστική εἷλα, ᾕρησα |
εἱλάμην, εἱλόμην & ᾑρέθην |
| Παρακείμενος | ᾕρηκα | ᾕρημαι |
| Υπερσυντέλικος | ᾑρήκειν | ᾑρήμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
Ρήμα
αἱρέω/αἱρῶ - μεσοπαθητική φωνή: αἱρέομαι/αἱροῦμαι
- παίρνω με το χέρι, πιάνω, παίρνω κάτι στο χέρι μου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 61 (στίχοι 61-62)
- αἱ δ᾽ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας | καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾽ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
- άλλες επήραν να μαζεύουν τα πολλά αποφάγια, τις τάβλες και τις κούπες σήκωσαν απ᾽ όπου οι αλαζόνες έπιναν μνηστήρες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αἱ δ᾽ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας | καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾽ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 61 (στίχοι 61-62)
- καταλαμβάνω, κυριεύω, αρπάζω
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 167 (167-168)
- τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν | φθέγξατο.
- Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους | δε μίλησε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν | φθέγξατο.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 267
- Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν.
- γιατί του Πρίαμου οι Έλληνες πήραν την πόλη.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 115.2
- τῶν δὲ ἐν Κύπρῳ πολίων ἀντέσχε χρόνον ἐπὶ πλεῖστον πολιορκευμένη Σόλοι, τὴν πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος πέμπτῳ μηνὶ εἷλον οἱ Πέρσαι.
- Από τις πόλεις της Κύπρου περισσότερο καιρό άντεξαν οι Σόλοι, που οι Πέρσες την κυρίεψαν ύστερ᾽ από τέσσερες μήνες, σκάβοντας λαγούμια κάτω από το τείχος που την έζωνε.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῶν δὲ ἐν Κύπρῳ πολίων ἀντέσχε χρόνον ἐπὶ πλεῖστον πολιορκευμένη Σόλοι, τὴν πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος πέμπτῳ μηνὶ εἷλον οἱ Πέρσαι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 167 (167-168)
- συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
- νικώ, κερδίζω, αποκτώ
- αποκτώ την συμπάθεια κάποιου
- μεσοπαθητική φωνή: → δείτε αἱρέομαι/αἱροῦμαι με επιπλέον σημασίες
- (δικανικός όρος) αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι
- (στη μέση φωνή) παίρνω για τον εαυτό μου,
- (στη μέση φωνή) επιλέγω, εκλέγω, προτιμώ να κάνω κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 107.2
- καὶ ἡγεμόνα τοῦ παντὸς ξυμμαχικοῦ αἱροῦνται Δημοσθένη μετὰ τῶν σφετέρων στρατηγῶν.
- κι ανακήρυξαν γενικό αρχηγό του συμμαχικού στρατού τον Δημοσθένη, που θα συνεργαζόταν με τους δικούς τους στρατηγούς.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἡγεμόνα τοῦ παντὸς ξυμμαχικοῦ αἱροῦνται Δημοσθένη μετὰ τῶν σφετέρων στρατηγῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου Λόγος, 109
- οὔτε γὰρ ἐν τῇ πόλει τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαι᾽ εἱλόμην,
- Γιατί ούτε στην πόλη προτίμησα την ευγνωμοσύνη των πλουσίων από τα δίκαια του λαού
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
- οὔτε γὰρ ἐν τῇ πόλει τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαι᾽ εἱλόμην,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 107.2
- (στην παθητική φωνή) κυριεύομαι
- (στην παθητική φωνή) εκλέγομαι, επιλέγομαι
- ιωνικός τύπος : ενεστ. αἱρέει, αἱρέουσι
- ιωνικός τύπος : παρατ. αἵρεον, ἥρεον
- ιωνικός τύπος : αόρ. β' εἵλευ, ἕλεσκον, παθ. αόρ. αἱρέθην
- ιωνικός τύπος : παρακ. ἀραίρηκα, αἵρηκα
- ιωνικός τύπος : υπερσ. ἀραιρήκεε, παθ. υπερσ. ἀραίρητο
- επικός τύπος : αόρ. ἕλον
Σημειώσεις
Εκφράσεις
- ὁ λόγος αἱρέει: ο λόγος αποδεικνύει, αυτό φαίνεται καλό σε κάποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 33.2
- τὸν δὲ δὴ ποταμὸν τοῦτον τὸν παραρρέοντα καὶ Ἐτέαρχος συνεβάλλετο εἶναι Νεῖλον, καὶ δὴ καὶ ὁ λόγος οὕτω αἱρέει.
- Όσο για τον ποταμό που κυλάει εκεί γύρω, ο Ετέαρχος είχε κι αυτός τη γνώμη ότι είναι ο Νείλος, πράγμα που το αποδείχνει και η λογική.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸν δὲ δὴ ποταμὸν τοῦτον τὸν παραρρέοντα καὶ Ἐτέαρχος συνεβάλλετο εἶναι Νεῖλον, καὶ δὴ καὶ ὁ λόγος οὕτω αἱρέει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 33.2
Σύνθετα
- (σύνθετα που λήγουν σε -αιρέω)
- ἀφαιρέω
- ἀναιρέω
- ἀνθυφαιρέω
- ἀνταφαιρέω
- ἀνταναιρέω
- ἀντιδιαιρέω
- ἀντικαθαιρέω
- ἀπεξαιρέω
- ἀποδιαιρέω
- ἀποπροαιρέω
- διαφαιρέω
- διαιρέω
- διεξαιρέω
- ἐξαφαιρέω
- ἐξαιρέω
- ἐξαναιρέω
- ἐφαιρέω
- ἐγκαθαιρέω
- ἐναιρέω
- ἐπαφαιρέω
- ἐπαναιρέω
- ἐπιδιαιρέω
- ἐπικαθαιρέω
- καθαιρέω
- καταδιαιρέω
- μεθαιρέω
- παραφαιρέω
- παραιρέω
- παρεξαιρέω
- περιαιρέω
- περιαναιρέω
- περιδιαιρέω
- περιεξαιρέω
- περιαιρέω
- περιαναιρέω
- περιδιαιρέω
- περιεξαιρέω
- προαφαιρέω
- προαιρέω
- προαναιρέω
- προδιαιρέω
- προεξαιρέω
- προαφαιρέω
- προαιρέω
- προαναιρέω
- προδιαιρέω
- προεξαιρέω
- προκαθαιρέω
- προσαφαιρέω
- προσαναιρέω
- προσδιαιρέω
- προσεπιδιαιρέω
- προσκαθαιρέω
- προσθαφαιρέω
- προσυναιρέω
- προϋφαιρέω
- προυφαιρέω
- συγκαθαιρέω
- συγκαταιρέω
- συναφαιρέω
- συναιρέω
- συναναιρέω
- συνδιαιρέω
- συνεξαιρέω
- ὑφαιρέω
- ὑφεξαιρέω
- ὑπαιρέω
- ὑπαναιρέω
- ὑπεξαιρέω
- ὑποδιαιρέω
- (σύνθετα που λήγουν σε -αιρέομαι)
- ἀνθαιρέομαι
- ἀποαιρέομαι
- ἐφαιρέομαι
- ἐπαναιρέομαι
- μετεξαιρέομαι
- προανταναιρέομαι
- προσαφαιρέομαι
- προσαιρέομαι
- προσδιαιρέομαι
- προσεξαιρέομαι
- προσπαραιρέομαι
- συνεφαιρέομαι
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ἑλεῖν - αἱρέω σελ. 42 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- αἱρέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἱρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.