αρπάζω

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρπάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁρπάζω

Ρήμα

αρπάζω, παθητικό αρπάζομαι, παθητική μετοχή αρπαγμένος

  1. πιάνω κάτι με ορμητική κίνηση
  2. αφαιρώ βίαια κάτι από κάποιον
  3. (αμετάβατο) καίγομαι ελαφρά

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.