ἁλίσκομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἁλίσκομαι (παθητική φωνή του ρήματος αἱρέω)
- κυριεύομαι από τον εχθρό
- συλλαμβάνομαι από τον εχθρό
- συλλαμβάνομαι, γίνομαι αντιληπτός ενώ κάνω κάτι (π.χ. για κλοπή)
Αρχικοί χρόνοι
ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην , ἁλώσομαι , ἑάλων/ἥλων, ἑάλωκα/ἥλωκα, ἡλώκειν
Εκφράσεις
- ἡ πόλις ἑάλω / ἑάλω ἡ πόλις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.