ἀναιρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναιρέω < α στερητικό + αἱρέω

Ρήμα

ἀναιρέω - ἀναιρῶ (συνηρημένο)

  1. σηκώνω επάνω, περισυλλέγω
    ὁ ἀλιεὺς ὁ τόν νέκυν ἀναιρῶν, αὐτὸν εὑρών ἐν τοῖς δικτύοις, ἀντὶ τοῦ ἀναιρεῖσθαι καὶ τὰς ἀρχάς κελεύεσθαι τόν νέκυν αὖθις ἐν τῇ θαλάττι ἀφῆκεν
  2. αποκομίζω
  3. αποσύρω
  4. εξαφανίζω, καταργώ, ακυρώνω
  5. αποκρίνομαι, χρησμοδοτώ
  6. παίρνω
  7. απαιτώ
  8. ενταφιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.