συναιρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | συναιρέω/συναιρῶ | |
| Παρατατικός | ||
| Μέλλοντας | συναιρήσω | |
| Αόριστος | ||
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ Πίνακας αρχικών χρόνων μέλλ.: συναιρήσω, μέλλ. β΄: συνελῶ, αόρ. β΄: συνεῖλον, επικ. τύπ. αορ.: σύνελον, μτχ. αορ.: συνελών
Ρήμα
συναιρέω / συναιρῶ)
- μαζεύω, γραπώνω, τυλίγω και σηκώνω, αρπάζω από κοινού
- προσπαθώ να κατακτήσω, να καταστρέψω, να εξολοθρεύσω (από κοινού)
- συνοψίζω, συντομεύω, συμπυκνώνω, οδηγώ στο ίδιο σημείο
- → δείτε τη μετοχή αορίστου συνελών λέγω: (για ομιλία) συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις
- → δείτε και την έκφραση : (ὡς) συνελόντι εἰπεῖν
- συστέλλω, περιορίζω
- (μεταφορικά) τερματίζω, οδηγώ στο τέλος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- συναιρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συναιρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τόμ. Δ΄ (Αθήνα 1906), σ. 196 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.