αιχμαλωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιχμαλωτίζω < (ελληνιστική κοινή) αἰχμαλωτίζω < αἰχμάλωτος
Ρήμα
αιχμαλωτίζω, πρτ.: αιχμαλώτιζα, στ.μέλλ.: θα αιχμαλωτίσω, αόρ.: αιχμαλώτισα, παθ.φωνή: αιχμαλωτίζομαι, μτχ.π.π.: αιχμαλωτισμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιχμαλωτίζω | αιχμαλώτιζα | θα αιχμαλωτίζω | να αιχμαλωτίζω | αιχμαλωτίζοντας | |
| β' ενικ. | αιχμαλωτίζεις | αιχμαλώτιζες | θα αιχμαλωτίζεις | να αιχμαλωτίζεις | αιχμαλώτιζε | |
| γ' ενικ. | αιχμαλωτίζει | αιχμαλώτιζε | θα αιχμαλωτίζει | να αιχμαλωτίζει | ||
| α' πληθ. | αιχμαλωτίζουμε | αιχμαλωτίζαμε | θα αιχμαλωτίζουμε | να αιχμαλωτίζουμε | ||
| β' πληθ. | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζατε | θα αιχμαλωτίζετε | να αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζετε | |
| γ' πληθ. | αιχμαλωτίζουν(ε) | αιχμαλώτιζαν αιχμαλωτίζαν(ε) |
θα αιχμαλωτίζουν(ε) | να αιχμαλωτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιχμαλώτισα | θα αιχμαλωτίσω | να αιχμαλωτίσω | αιχμαλωτίσει | ||
| β' ενικ. | αιχμαλώτισες | θα αιχμαλωτίσεις | να αιχμαλωτίσεις | αιχμαλώτισε | ||
| γ' ενικ. | αιχμαλώτισε | θα αιχμαλωτίσει | να αιχμαλωτίσει | |||
| α' πληθ. | αιχμαλωτίσαμε | θα αιχμαλωτίσουμε | να αιχμαλωτίσουμε | |||
| β' πληθ. | αιχμαλωτίσατε | θα αιχμαλωτίσετε | να αιχμαλωτίσετε | αιχμαλωτίστε | ||
| γ' πληθ. | αιχμαλώτισαν αιχμαλωτίσαν(ε) |
θα αιχμαλωτίσουν(ε) | να αιχμαλωτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αιχμαλωτίσει | είχα αιχμαλωτίσει | θα έχω αιχμαλωτίσει | να έχω αιχμαλωτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αιχμαλωτίσει | είχες αιχμαλωτίσει | θα έχεις αιχμαλωτίσει | να έχεις αιχμαλωτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αιχμαλωτίσει | είχε αιχμαλωτίσει | θα έχει αιχμαλωτίσει | να έχει αιχμαλωτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιχμαλωτίσει | είχαμε αιχμαλωτίσει | θα έχουμε αιχμαλωτίσει | να έχουμε αιχμαλωτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αιχμαλωτίσει | είχατε αιχμαλωτίσει | θα έχετε αιχμαλωτίσει | να έχετε αιχμαλωτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αιχμαλωτίσει | είχαν αιχμαλωτίσει | θα έχουν αιχμαλωτίσει | να έχουν αιχμαλωτίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιχμαλωτίζομαι | αιχμαλωτιζόμουν(α) | θα αιχμαλωτίζομαι | να αιχμαλωτίζομαι | ||
| β' ενικ. | αιχμαλωτίζεσαι | αιχμαλωτιζόσουν(α) | θα αιχμαλωτίζεσαι | να αιχμαλωτίζεσαι | (αιχμαλωτίζου) | |
| γ' ενικ. | αιχμαλωτίζεται | αιχμαλωτιζόταν(ε) | θα αιχμαλωτίζεται | να αιχμαλωτίζεται | ||
| α' πληθ. | αιχμαλωτιζόμαστε | αιχμαλωτιζόμαστε αιχμαλωτιζόμασταν |
θα αιχμαλωτιζόμαστε | να αιχμαλωτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αιχμαλωτίζεστε | αιχμαλωτιζόσαστε αιχμαλωτιζόσασταν |
θα αιχμαλωτίζεστε | να αιχμαλωτίζεστε | (αιχμαλωτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αιχμαλωτίζονται | αιχμαλωτίζονταν αιχμαλωτιζόντουσαν |
θα αιχμαλωτίζονται | να αιχμαλωτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιχμαλωτίστηκα | θα αιχμαλωτιστώ | να αιχμαλωτιστώ | αιχμαλωτιστεί | ||
| β' ενικ. | αιχμαλωτίστηκες | θα αιχμαλωτιστείς | να αιχμαλωτιστείς | αιχμαλωτίσου | ||
| γ' ενικ. | αιχμαλωτίστηκε | θα αιχμαλωτιστεί | να αιχμαλωτιστεί | |||
| α' πληθ. | αιχμαλωτιστήκαμε | θα αιχμαλωτιστούμε | να αιχμαλωτιστούμε | |||
| β' πληθ. | αιχμαλωτιστήκατε | θα αιχμαλωτιστείτε | να αιχμαλωτιστείτε | αιχμαλωτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αιχμαλωτίστηκαν αιχμαλωτιστήκαν(ε) |
θα αιχμαλωτιστούν(ε) | να αιχμαλωτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αιχμαλωτιστεί | είχα αιχμαλωτιστεί | θα έχω αιχμαλωτιστεί | να έχω αιχμαλωτιστεί | αιχμαλωτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αιχμαλωτιστεί | είχες αιχμαλωτιστεί | θα έχεις αιχμαλωτιστεί | να έχεις αιχμαλωτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αιχμαλωτιστεί | είχε αιχμαλωτιστεί | θα έχει αιχμαλωτιστεί | να έχει αιχμαλωτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιχμαλωτιστεί | είχαμε αιχμαλωτιστεί | θα έχουμε αιχμαλωτιστεί | να έχουμε αιχμαλωτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αιχμαλωτιστεί | είχατε αιχμαλωτιστεί | θα έχετε αιχμαλωτιστεί | να έχετε αιχμαλωτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αιχμαλωτιστεί | είχαν αιχμαλωτιστεί | θα έχουν αιχμαλωτιστεί | να έχουν αιχμαλωτιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αιχμαλωτισμένος - είμαστε, είστε, είναι αιχμαλωτισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αιχμαλωτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αιχμαλωτισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αιχμαλωτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αιχμαλωτισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αιχμαλωτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αιχμαλωτισμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.