ὑφαιρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑφαιρέω < ὑπό + αἱρέω

Ρήμα

ὑφαιρέω

  1. κυριεύω (εσωτερικά, πχ για συναίσθημα φόβου, δέους)
  2. αφαιρώ κρυφά, κλέβω, σφετερίζομαι
  3. ελαττώνω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.