αχηβάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχηβάδα οι αχηβάδες
      γενική της αχηβάδας των αχηβάδων
    αιτιατική την αχηβάδα τις αχηβάδες
     κλητική αχηβάδα αχηβάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μικρές αχιβάδες (1) του είδους Mercenaria mercenaria.

Ετυμολογία

αχηβάδα (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχηβάδα[1] με ανάπτυξη προτακτικού ἀ- + μεσαιωνική ελληνική χηβάδα ή *χημάδα < αρχαία ελληνική χήμη[2], λέξη που ο Ησύχιος συνδέει με το χάσμα. Στο Λεξικό Σούδα: Χήμη, εἶδος ὀστρέου, τὸ κοινῶς χηβάδιον[3]
για την σημασία «κόγχη»: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conque[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.çiˈva.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχηβάδα

Ουσιαστικό

αχηβάδα θηλυκό

  1. (μαλάκιο) οστρακοφόρο μαλάκιο
  2. διακοσμητικό ή χρηστικό αντικείμενο (μπιζουτιέρα, σταχτοδοχείο κ.λπ.) σε σχήμα αχηβάδας
  3. (αρχιτεκτονική) εσοχή, κόγχη

σε διαλέκτους ή ιδιώματα:

  • ἀπ'χάδα (Λέσβος)
  • ἀφ’γάδα (Κυδωνιές)
  • ἀχαβάδα (Θράκη)
  • ἀχεβάδα
  • ἀχημάδα (Κρήτη)
  • ἀχηφάδα (Στερεά Ελλάδα)
  • ἀχιουβάδα (Αθήνα, Πελοπόννησος)
  • χαβήδα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αχηβάδα -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
  2. αχηβάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.