αχιβάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αχιβάδα | οι | αχιβάδες |
| γενική | της | αχιβάδας | των | αχιβάδων |
| αιτιατική | την | αχιβάδα | τις | αχιβάδες |
| κλητική | αχιβάδα | αχιβάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αχιβάδα
Ετυμολογία
- αχιβάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχιβάδα[1][2][3][4] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.çiˈva.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χι‐βά‐δα
Ουσιαστικό
αχιβάδα θηλυκό
- (μαλάκιο) οστρακοφόρο μαλάκιο
- ※ Ή τα ψάρια του κλέβανε τα δολώματα ή το παραγάδι έπεφτε σε ξερότοπο και δεν έβρισκε μήτε αχιβάδα (Μεγάλη Πελοποννησιακή Λογοτεχνική Ανθολογία, τόμος 1, εκδ. Οργανισμός Πελοποννησιακών Εκδόσεων «Η βιβλιοεμπορική», 1995, σελ. 222)
- ※ ιδίως όταν βλέπεις κάθε ώρα γύρω σου τόσα άλλα τουμπανιασμένα πόδια να ξεχειλίζουν στραβά από ένα ξυλιασμένο καμπουριαστό υπόδημα που έχει ανοίξει σαν αχιβάδα χωρίς τίποτα πια να μπορεί να προστατέψει (Η μεσοπολεμικη πεζογραφια από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), εκδ. Σοκόλη, 1996, σελ. 78)
- αντικείμενο σε σχήμα αχιβάδας
- ※ Μια ανάσα μόλις, σαν από αρχαίο κοχύλι μουντή, και το πρόσωπο μια αχιβάδα που μάζεψε πολύ ήλιο από αιώνες (Γιώργος Αριστήνος, Περιπέτεια, Εκδὀσεις Καστανιώτη, 1984, σελ. 102)
Σημειώσεις
Η γραφή αχιβάδα είναι η πιο συνηθισμένη, αλλά η γραφή αχηβάδα προτείνεται ως ετυμολογικά σωστή από τους μελετητές[5] - δείτε στο λήμμα αχηβάδα
- χιβάδα
- χιβάδι
- χιβάδιον
- χυβάδα
-
αχιβάδα στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Came nigra, κόγχος μελαινίς apud Athenaeum, est Venetis Cappa peuerata, vel peuecrazza: Vulgo Grecorum ἀχιβάδα μαυρή, i. chame nigra., Supplementum linguae latinae, seu Dictionarium abstrusorum vocabulorum, a Rob. Constantino collectum, Lugduni, Apud Gulielmum Rouillum, 1573 )
- Latine: Concha . Graeco-Barb: λεκάνη, γούρνα, ἀχιβάδα. Graeco-Litt: κόγχη, κογχύλη Simone Porzio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαϊκόν και Ελληνικόν, 1635, σελ. 84
- σελ. 65 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- Ἀχιβάδα. Murex. Murice. Κογχύλης, ης, Κόγχη, ης, Κογχύλιον, ου., Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Βενετία, 1659, σελ. 127
- «Όλος σχεδόν ο κόσμος τη γράφει «αχιβάδα», αλλά τα λεξικά, και η σχολική ορθογραφία υποθέτω, τη γράφουν «αχηβάδα», μια και προέρχεται από το μεσαιωνικό «χηβάδα» και από το «χηβάδιον» (Νίκος Σαραντάκος, Αχηβάδες και κοχύλια, πεταλίδες, στρείδια, μύδια, 12/8/2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.