χιβάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιβάδα οι χιβάδες
      γενική της χιβάδας των χιβάδων
    αιτιατική τη χιβάδα τις χιβάδες
     κλητική χιβάδα χιβάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χιβάδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.