χήμη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χήμη αἱ χῆμαι
      γενική τῆς χήμης τῶν χημῶν
      δοτική τῇ χήμ ταῖς χήμαις
    αιτιατική τὴν χήμην τὰς χήμᾱς
     κλητική ! χήμη χῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χήμ
γεν-δοτ τοῖν  χήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χήμη < χάσκω ή χαίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χήμη θηλυκό (ίσως & χημίον)

  1. χασμουρητό
  2. σημασία: όστρακο
    1. είδος όστρακου
        2ος κε αιώνας Κλαύδιος Αἰλιανός (Claudius Aelianus), Περὶ ζῴων ἰδιότητος Ael.NA 15.12
      χῆμαι δὲ θαλάττιαι ζῷόν εἰσι... αἳ μὲν γὰρ αὐτῶν τραχεῖαι πεφύκασιν, αἳ δὲ λεῖαι πάνυ, τὰς μὲν τοῖς δακτύλοις πιέσας συνθλάσεις, τὰς δὲ συντρίψεις λίθῳ: καὶ αἳ μὲν αὐτῶν μελάνταται τὴν χρόαν εἰσίν, αἳ δέ, ἀργύρῳ φαίης...
      λείπει η μετάφραση
    2. όστρακο που χρησιμοποιούσαν ως μέτρο χωρητικότητας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.