χηβάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χηβάδα οι χηβάδες
      γενική της χηβάδας των χηβάδων
    αιτιατική τη χηβάδα τις χηβάδες
     κλητική χηβάδα χηβάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χηβάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χηβάδα, *χημάδα <  δείτε τη λέξη αχηβάδα

Ουσιαστικό

χηβάδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.