οστρακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οστρακοφόρος | η | οστρακοφόρα & οστρακοφόρος |
το | οστρακοφόρο |
| γενική | του | οστρακοφόρου | της | οστρακοφόρας & οστρακοφόρου |
του | οστρακοφόρου |
| αιτιατική | τον | οστρακοφόρο | την | οστρακοφόρα & οστρακοφόρο |
το | οστρακοφόρο |
| κλητική | οστρακοφόρε | οστρακοφόρα & οστρακοφόρε |
οστρακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οστρακοφόροι | οι | οστρακοφόρες & οστρακοφόροι |
τα | οστρακοφόρα |
| γενική | των | οστρακοφόρων | των | οστρακοφόρων | των | οστρακοφόρων |
| αιτιατική | τους | οστρακοφόρους | τις | οστρακοφόρες & οστρακοφόρους |
τα | οστρακοφόρα |
| κλητική | οστρακοφόροι | οστρακοφόρες & οστρακοφόροι |
οστρακοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
οστρακοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.