ασύγχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύγχρονος η ασύγχρονη το ασύγχρονο
      γενική του ασύγχρονου της ασύγχρονης του ασύγχρονου
    αιτιατική τον ασύγχρονο την ασύγχρονη το ασύγχρονο
     κλητική ασύγχρονε ασύγχρονη ασύγχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύγχρονοι οι ασύγχρονες τα ασύγχρονα
      γενική των ασύγχρονων των ασύγχρονων των ασύγχρονων
    αιτιατική τους ασύγχρονους τις ασύγχρονες τα ασύγχρονα
     κλητική ασύγχρονοι ασύγχρονες ασύγχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασύγχρονος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική asynchrone[1] < α- στερητικό + σύγχρονος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsiŋ.xɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασύγχρονος

Επίθετο

ασύγχρονος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  1. (ηλεκτρολογία) εναλλασόμενου ρεύματος
    ασύγχρονος κινητήρας
  2. που διενεργείται σε δύο διαφορετικά τμήματα, σε διαφορετικούς μεταξύ τους χρόνους
     αντώνυμα: σύγχρονος, ταυτόχρονος, παράλληλος
  3. (πληροφορική) λειτουργία (πχ. συνάρτηση) σε υπολογιστή που εκτελείται παράλληλα με άλλες συναφείς λειτουργίες χωρίς να περιμένει την ολοκλήρωσή τους [2]
     αντώνυμα: σύγχρονος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύγχρονος και χρόνος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.