εναλλασσόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναλλασσόμενος | η | εναλλασσόμενη | το | εναλλασσόμενο |
| γενική | του | εναλλασσόμενου | της | εναλλασσόμενης | του | εναλλασσόμενου |
| αιτιατική | τον | εναλλασσόμενο | την | εναλλασσόμενη | το | εναλλασσόμενο |
| κλητική | εναλλασσόμενε | εναλλασσόμενη | εναλλασσόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναλλασσόμενοι | οι | εναλλασσόμενες | τα | εναλλασσόμενα |
| γενική | των | εναλλασσόμενων | των | εναλλασσόμενων | των | εναλλασσόμενων |
| αιτιατική | τους | εναλλασσόμενους | τις | εναλλασσόμενες | τα | εναλλασσόμενα |
| κλητική | εναλλασσόμενοι | εναλλασσόμενες | εναλλασσόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναλλασσόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εναλλάσσω
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
εναλλασσόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.