διαφορετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφορετικός | η | διαφορετική | το | διαφορετικό |
| γενική | του | διαφορετικού | της | διαφορετικής | του | διαφορετικού |
| αιτιατική | τον | διαφορετικό | τη | διαφορετική | το | διαφορετικό |
| κλητική | διαφορετικέ | διαφορετική | διαφορετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφορετικοί | οι | διαφορετικές | τα | διαφορετικά |
| γενική | των | διαφορετικών | των | διαφορετικών | των | διαφορετικών |
| αιτιατική | τους | διαφορετικούς | τις | διαφορετικές | τα | διαφορετικά |
| κλητική | διαφορετικοί | διαφορετικές | διαφορετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφορετικός < διαφέρω
Επίθετο
διαφορετικός, -ή, -ό
- που διαφέρει από κάτι άλλο
- αλλαγμένος, που παρουσιάζει διαφορά σε σχέση με άλλη χρονική στιγμή
- Κάπως διαφορετικός μου φαίνεσαι σήμερα! Τι σου συνέβη;
- που δεν είναι συνηθισμένος
- είναι διαφορετικός άνθρωπος αυτός, μην τον κρίνεις με τα δικά μας μέτρα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.