παράλληλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παράλληλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράλληλος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.li.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράλληλος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράλληλος η παράλληλη το παράλληλο
      γενική του παράλληλου της παράλληλης του παράλληλου
    αιτιατική τον παράλληλο την παράλληλη το παράλληλο
     κλητική παράλληλε παράλληλη παράλληλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράλληλοι οι παράλληλες τα παράλληλα
      γενική των παράλληλων των παράλληλων των παράλληλων
    αιτιατική τους παράλληλους τις παράλληλες τα παράλληλα
     κλητική παράλληλοι παράλληλες παράλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
δύο παράλληλες ευθείες

παράλληλος, -η, -ο

  1. (γεωμετρία) για δύο επιφάνειες, ή δύο ευθείες που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, που δεν τέμνονται ποτέ
  2. (μεταφορικά) που συμβαίνει ταυτόχρονα με κάτι άλλο
  3. (μεταφορικά) που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποιον άλλο

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράλληλος οι παράλληλοι
      γενική της παραλλήλου των παραλλήλων
    αιτιατική την παράλληλο τις παραλλήλους
     κλητική παράλληλε παράλληλοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

παράλληλος θηλυκό

  • (γεωγραφία) νοητή ευθεία πάνω στη γη που βρίσκεται σε επίπεδο παράλληλο με το επίπεδο του Ισημερινού
    χρειάζεται παράδειγμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράλληλος τὸ παράλληλον
      γενική τοῦ/τῆς παραλλήλου τοῦ παραλλήλου
      δοτική τῷ/τῇ παραλλήλ τῷ παραλλήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράλληλον τὸ παράλληλον
     κλητική ! παράλληλε παράλληλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράλληλοι τὰ παράλληλ
      γενική τῶν παραλλήλων τῶν παραλλήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς παραλλήλοις τοῖς παραλλήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παραλλήλους τὰ παράλληλ
     κλητική ! παράλληλοι παράλληλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραλλήλω τὼ παραλλήλω
      γεν-δοτ τοῖν παραλλήλοιν τοῖν παραλλήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράλληλος, ήδη στον Αριστοτέλη < (παρά) παρ- + θηλυκό της αντωνυμίας ἀλλήλων [1]

Επίθετο

παράλληλος, -ος, -ον

  1. (γεωμετρία) παράλληλος
    (ουσιαστικοποιημένο) αἱ παράλληλοι (εννοείται «γραμμαί»)
  2. (μεταφορικά) που βρίσκεται πλάι πλάι με άλλον, συνοδευτικός
    όπως δηλώνει ο τίτλος έργου του Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι»

Εκφράσεις

  • ἐκ παραλλήλου

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.