ασσυριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασσυριακός | η | ασσυριακή | το | ασσυριακό |
| γενική | του | ασσυριακού | της | ασσυριακής | του | ασσυριακού |
| αιτιατική | τον | ασσυριακό | την | ασσυριακή | το | ασσυριακό |
| κλητική | ασσυριακέ | ασσυριακή | ασσυριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασσυριακοί | οι | ασσυριακές | τα | ασσυριακά |
| γενική | των | ασσυριακών | των | ασσυριακών | των | ασσυριακών |
| αιτιατική | τους | ασσυριακούς | τις | ασσυριακές | τα | ασσυριακά |
| κλητική | ασσυριακοί | ασσυριακές | ασσυριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασσυριακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀσσύρι(οι) + -ακός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Assyrian[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ασ‐συ‐ρι‐α‐κός
Επίθετο
ασσυριακός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ασσυρία
Μεταφράσεις
ασσυριακός
|
Αναφορές
- ασσυριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.