Ασσύριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασσύριος οι Ασσύριοι
      γενική του Ασσύριου
& Ασσυρίου
των Ασσύριων
& Ασσυρίων
    αιτιατική τον Ασσύριο τους Ασσύριους
& Ασσυρίους
     κλητική Ασσύριε Ασσύριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ασσύριος < αρχαία ελληνική Ἀσσύριος < Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ασσύριος}

Κύριο όνομα

Ασσύριος αρσενικό (θηλυκό Ασσύρια)

  • (εθνικό όνομα) ο κάτοικος της αρχαίας Ασσυρίας
      Η πρώτη καταγραφή μετατραυματικού στρες σε στρατιώτες αφορούσε στρατιώτες που είχαν πολεμήσει στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. Ερευνητές του βρετανικού Πανεπιστημίου Anglia Ruskin και του Πανεπιστημίου Queen Mary εντόπισαν ευρήματα που δείχνουν ότι από το συγκεκριμένο σύνδρομο έπασχαν στρατιώτες του στρατού των Ασσυρίων. Η αυτοκρατορία των Ασσυρίων με επίκεντρο την περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Ιράκ άκμασε από το 1300 ως το 609 π.Χ.
    Θοδωρής Λαϊνάς, Πανάρχαιο το μετατραυματικό στρες, Το Βήμα, 26 Ιανουαρίου 2015

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ασσυρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.