Ἀσσύριοι

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀσσύριοι
      γενική τῶν Ἀσσυρίων
      δοτική τοῖς Ἀσσυρίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀσσυρίους
     κλητική ! Ἀσσύριοι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀσσύριοι < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Ἀσσύριος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

Ἀσσύριοι αρσενικό στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.