Ἀσσύριοι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | Ἀσσύριοι |
| γενική | τῶν | Ἀσσυρίων |
| δοτική | τοῖς | Ἀσσυρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἀσσυρίους |
| κλητική ὦ! | Ἀσσύριοι | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Ἀσσύριοι < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Ἀσσύριος στον πληθυντικό
Πηγές
- Ἀσσύριοι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσσύριοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.