νεωτερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεωτερικός | η | νεωτερική | το | νεωτερικό |
| γενική | του | νεωτερικού | της | νεωτερικής | του | νεωτερικού |
| αιτιατική | τον | νεωτερικό | τη | νεωτερική | το | νεωτερικό |
| κλητική | νεωτερικέ | νεωτερική | νεωτερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεωτερικοί | οι | νεωτερικές | τα | νεωτερικά |
| γενική | των | νεωτερικών | των | νεωτερικών | των | νεωτερικών |
| αιτιατική | τους | νεωτερικούς | τις | νεωτερικές | τα | νεωτερικά |
| κλητική | νεωτερικοί | νεωτερικές | νεωτερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεωτερικός < (ελληνιστική κοινή) νεωτερικός < νέος
Επίθετο
νεωτερικός, -ή, -ό
- που έχει νέες απόψεις και αντιλήψεις, δέχεται και εφαρμόζει νέες μεθόδους και πρακτικές
Συγγενικά
- νεωτερικά
- νεωτερικότητα
- προνεωτερικά
- προνεωτερικός
- προνεωτερικότητα
- μετανεωτερικά
- μετανεωτερικός
- μετανεωτερικότητα
- → δείτε τη λέξη νέος
Μεταφράσεις
νεωτερικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.