νεωτερικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεωτερικότητα | οι | νεωτερικότητες |
| γενική | της | νεωτερικότητας | των | νεωτερικοτήτων |
| αιτιατική | τη | νεωτερικότητα | τις | νεωτερικότητες |
| κλητική | νεωτερικότητα | νεωτερικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεωτερικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νεωτερικότης (μαρτυρείται από το 1896).[1] < (ελληνιστική κοινή) νεωτερικ(ός) + -ότητα
- ως όρος φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας < απόδοση για την αγγλική modern times[2]
Ουσιαστικό
νεωτερικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του νεωτερικού
- Σε όλες τις δημοσκοπήσεις για τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα οι μοντερνιστές τείνουν να κατέχουν τα σκήπτρα, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι ο εικοστός αιώνας ανέδειξε και καθιέρωσε τον μοντερνισμό ως αισθητικό φαινόμενο, κατέδειξε όμως και την προβληματικότητα του νεωτερικού εγχειρήματος, που είχε τις απαρχές του στον Διαφωτισμό. Τι απομένει σήμερα από αυτό το εγχείρημα, όπως το συνέλαβε ο Χάμπερμας, πώς ορίζονται τα ιστορικά του όρια, πώς συντελείται η υπέρβαση της νεωτερικότητας. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (ειδικότερα: φιλοσοφία, κοινωνιολογία, αναφορά στα χρόνια μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση)
Συγγενικά
- προνεωτερικότητα
- μετανεωτερικότητα
- → δείτε τις λέξεις νεωτερικός και νέος
Αναφορές
- σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.